παρομοίας

παρομοίας
παρομοίᾱς , παρόμοιος
closely resembling
fem acc pl
παρομοίᾱς , παρόμοιος
closely resembling
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • ακιδνός — ἀκιδνός, ή, ὸν (Α) 1. αδύνατος, ασθενής 2. ευτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ιωνική που απαντά στον Όμηρο πάντα σε συγκριτικό βαθμό , τον Ιπποκράτη και τους Αλεξανδρινούς ποιητές είναι άγνωστης ετυμολ., όπως και πολλές άλλες λέξεις παρόμοιας σημασίας. Αν το …   Dictionary of Greek

  • ακριβός — ή, ό 1. (για πράγματα) αυτός που έχει μεγάλη αγοραστική αξία, που κοστίζει πολύ 2. πολύτιμος, τιμαλφής, βαρύς 3. αυτός που απαιτεί πολλά έξοδα, δαπανηρός, πολυέξοδος 4. (για πρόσωπα) αυτός που πουλά σε υψηλή τιμή 5. αυτός που τόν βλέπει κανείς… …   Dictionary of Greek

  • δημιουργία — η (AM δημιουργία Α και δημιοεργείη) [δημιουργός] 1. το να δημιουργεί κάποιος κάτι 2. η κτίση, η πλάση τού κόσμου από τον Θεό 3. η πλάση, ο κόσμος, το σύμπαν νεοελλ. 1. έξοχο πνευματικό ή καλλιτεχνικό δημιούργημα 2. πρωτότυπο, νέο καλλιτεχνικό… …   Dictionary of Greek

  • θρέομαι — (Α) ξεφωνίζω («θρέομαι φοβερά μεγάλ ἄχη», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς τον ενεστ. θρέ(F)ομαι < ΙE *dhreu o «γογγύζω, βοώ», απαντά στην Αρμενική αθέματος ενεστ. erdnum, αόρ. erdu ay «ορκίζομαι» < ΙΕ *dhru neu mi (πρβλ. αρχ. λατ. δeicō… …   Dictionary of Greek

  • θριψ — ο (Α θρίψ, ιπός) νεοελλ. ζωολ. θυσανόπτερο έντομο αρχ. σκουλήκι που τρώει το ξύλο, σαράκι, σκώρος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εμφανίζει την ίδια κατάληξη με λ. παρόμοιας σημ. (πρβλ. ιψ, κνιψ, σκνιψ). Υποτέθηκε ότι πρόκειται για μεταπλασμό ενός… …   Dictionary of Greek

  • θόρυβος — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται εμπειρικά κάθε ανεπιθύμητος ήχος. Ο ορισμός αυτός, ωστόσο, δεν είναι ακριβής, γιατί δεν αφορά μόνο τα φυσικά χαρακτηριστικά του ήχου, αλλά και τα φυσιολογικά και ψυχολογικά αποτελέσματα που προκαλεί ο θ. Το… …   Dictionary of Greek

  • κακός — Μυθολογικό πρόσωπο της ρωμαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν μισός άνθρωπος και μισός σάτυρος. Γιος του Ηφαίστου και φοβερός ληστής, έβγαζε από το στόμα του φλόγες και καπνούς. Κατοικούσε σε μια σπηλιά στον λόφο του Αβεντίνου (ένας… …   Dictionary of Greek

  • κηρόξυλο — (Ceroxylon). Γένος αγγειοσπέρμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των φοινικιδών. Περιλαμβάνει είδη ψηλών και ανθεκτικών στο κρύο φοινίκων των Άνδεων, οι οποίοι παράγουν μία ουσία με σύσταση κεριού, γνωστή με την ονομασία καρναούβα. Ουσία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”